οινοσκόπιο(ν)

οινοσκόπιο(ν)
το см. οινόμετρο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οινοσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • οινοσκόπιο — το το οινόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + σκόπιο (< σκόπος < σκοπώ), πρβλ. στηθο σκόπιο. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»